ψηλολέλεκας

ψηλολέλεκας
ο Ν
(για πρόσ.) ειρων. ψηλός και πολύ αδύνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός + λελέκι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψηλολέλεκας — ο ο ψηλός και αδύνατος συνάμα, ο ψηλόλιγνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”